παραγραμματισθείς — παραγραμματίζω emend aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγραμματίζοντες — παραγραμματίζω emend pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγραμματίζοντος — παραγραμματίζω emend pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγραμματίζων — παραγραμματίζω emend pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παραγραμμάτισις — ή, Μ [παραγραμματίζω] αλλοίωση, μεταβολή λέξης με γραφή ή απαγγελία ενός γράμματος αντί κάποιου άλλου … Dictionary of Greek
παραγραμμίζω — Α 1. παραγραμματίζω 2. πιθ. θέτω κάτι παράλληλα με μια γραμμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γράμμα] … Dictionary of Greek
παραγραμματίστρια — ἡ, Μ αυτή που μεταβάλλει κατά την προφορά τα γράμματα μιας λέξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγραμματίζω + κατάλ. τρια (πρβλ. προγραμματίσ τρια)] … Dictionary of Greek
παραγραμματεύω — Α παραγραμμοτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγραμματίζω κατά τα ρ. σε εύω] … Dictionary of Greek
παραγραμματισμός — ο, ΝΜ [παραγραμματίζω] αλλοίωση λέξης με αλλαγή στον γραπτό ή προφορικό κάποιου γράμματός της με άλλο, παραγραμμάτισις* νεοελλ. διαταραχή τής ομιλίας η οποία συνίσταται σε σύγχυση ή μετατόπιση γραμμάτων, συλλαβών ή λέξεων … Dictionary of Greek